Σε προηγούμενο μου άρθρο στην «Δικαιοσύνη», είχα θίξει το σοβαρότατο πρόβλημα που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια με την ποιότητα των αποφάσεων που εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο και είχα φέρει ως παραδείγματα, την πρόσφατη εκτέλεση ανύπαρκτου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, καθώς και την επίκληση και εφαρμογή ανύπαρκτης νομολογίας, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε, πως οι αποκοπές στους μισθούς των δικαστών, ήταν παράνομες.
Ουδείς νομίζω αμφιβάλλει πως οι δικαστές, έχουν καθήκον και υποχρέωση, αφ’ ενός να γνωρίζουν και αφ’ ετέρου να εφαρμόζουν τον Νόμο. Αν δεν γνωρίζω τι λέει ο Νόμος, τότε είναι εξ’ αντικειμένου αδύνατον να τον εφαρμόσω. Εξ’ ου και το Σύνταγμα ορίζει διαυγώς, πως για να διοριστεί κάποιος στην θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το άτομο αυτό πρέπει να είναι «νομομαθής» και δη, ανώτατου ηθικού και επαγγελματικού επιπέδου.
Η πιστή εφαρμογή των Νόμων, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ύπαρξη ενός Κράτους Δικαίου. Όπως είχε γράψει ο φιλόσοφος Αριστοτέλης αιώνες πριν, σε ένα Κράτος Δικαίου πρέπει να κυβερνά ο Νόμος.
Δυστυχώς όμως, 121 από τους 139 δικηγόρους που συμμετείχαν στην έρευνα της Λεμεσού, εξέφρασαν την άποψη πως τα Δικαστήρια στην Κύπρο δεν αποφασίζουν τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον τους με βάση τον Νόμο και 132 από αυτούς, θεωρούν πως δεν ζούμε σε πραγματικό Κράτος Δικαίου. Που να οφείλονται άραγε αυτές τους οι πεποιθήσεις;
Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 124/2013 ημερ. 08/01/2014. Την απόφαση αυτή την είχε εκδώσει ο νυν Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο κ. Μύρωνας Νικολάτος. Επρόκειτο για υπόθεση φυγόδικου και το ερώτημα που είχε τεθεί προς κρίση, ήταν το κατά πόσο, το διάταγμα έκδοσης το οποίο υπογράφει ο Υπουργός Δικαιοσύνης στο τέλος της διαδικασίας, υπόκειται ή όχι σε δικαστικό έλεγχο και ακύρωση.
Η διαδικασία έκδοσης φυγόδικων, διαλαμβάνεται στις πρόνοιες του Περί Εκδόσεως Φυγόδικων Νόμο του 1970 (Ν97/70). Συνοπτικά, η διαδικασία ξεκινά με τη σύλληψη του εκζητούμενου προσώπου και ακολουθεί η έκδοση εξουσιοδότησης από τον Υπουργό, για την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας (Άρθρο 7 του Νόμου). Στη συνέχεια διεξάγεται διαδικασία ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο εν τέλη, είτε απορρίπτει την αίτηση είτε διατάσσει την κράτηση του εκζητούμενου για σκοπούς έκδοσής του. Μετά το τέλος της δικαστικής διαδικασίας, ο Υπουργός αποφασίζει κατά πόσο θα εκδώσει «διάταγμα έκδοσης» του εκζητούμενου προσώπου, κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 11 του Νόμου.
Στην υπόθεση λοιπόν που ανέφερα πιο πάνω, ο Υπουργός είχε εκδώσει το σχετικό διάταγμα και ο εκζητούμενος, προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας τον έλεγχο και την ακύρωση του διατάγματος εκείνου. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε πως το συγκεκριμένο Υπουργικό διάταγμα ήταν πράξη «πολιτικής φύσεως» και πως κατ’ επέκταση, ήταν κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί και να ακυρωθεί από Δικαστήριο. Οι συνέπειες της απόφασης αυτής για τον εκζητούμενο και τα δικαιώματά του είναι τόσο αυτονόητα, που δεν χρήζουν οιασδήποτε ανάλυσης.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελείται από 6 μόλις σελίδες, τις οποίες μελέτησα κατ’ επανάληψη σε μια προσπάθεια να διαγνώσω κατά πόσο είχαν ληφθεί υπόψη, οι πρόνοιες του Άρθρου 12(2) του Νόμου. Το Άρθρο αυτό προνοεί :
«Επί τη υποβολή τοιάυτης αιτήσεως, το Δικαστήριο……. δύναται να διατάξη την απόλυση του αιτητού και την ακύρωση παντός δυνάμει του Άρθρου 11 τυχόν εκδοθέντος διατάγματος».
Το Άρθρο 12(2) του Νόμου δεν αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και είναι έκδηλο, πως οι πρόνοιες του δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν εφαρμόστηκαν. Και τούτο ασφαλώς το λέω διότι, από τη στιγμή που ο ίδιος ο Νόμος, δίνει στο Δικαστήριο ρητή εξουσία ακύρωσης του συγκεκριμένου Υπουργικού διατάγματος, τότε αυτονόητα, το εν λόγω διάταγμα δεν μπορεί να είναι «δικαστικώς ανέλεγκτη πράξη κυβερνήσεως». Τα δύο, είναι εντελώς αντίθετα μεταξύ τους.
Αυτά είναι λοιπόν τα όσα βλέπουν να συμβαίνουν οι δικηγόροι της Λεμεσού και επί των οποίων, ίσως να βασίζουν τις πεποιθήσεις τους. Και δυστυχώς, τα φαινόμενα αυτά, δεν είναι μεμονωμένα. Εξ ου και οι 125 από τους 139, εξέφρασαν την άποψη, ότι οι νυν δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι όλοι νομομαθείς όπως θα έπρεπε, αλλά και πως οι δικαστές αυτοί, δεν πρέπει να μεταφερθούν αυτόματα και δη άνευ εταίρου στα υπό σύσταση τριτοβάθμια Δικαστήρια. Εκεί λεν οι δικηγόροι της Λεμεσού θα πρέπει να διοριστούν μόνο, οι καλύτεροι των καλυτέρων.